- ταχυπετές
- ταχυπετήςflying fastmasc/fem voc sgταχυπετήςflying fastneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ԱՐԱԳԱԹՌՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0336 Chronological Sequence: 8c գ. τὸ ταχυπετές celer volatus Արագաթռիչն գոլ. արագ թռիչք. *Զարծուին (ʼի հրեշտակս, իմա՛) զթագաւորականութիւն, եւ զբարձրաբերձութիւն, եւ զարագաթռչութիւն. Դիոն. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)